Home > Όροι > Albanian (SQ) > autoritet
autoritet
Power that has been institutionalized and is recognized by the people over whom it is exercised.
0
0
Βελτίωση
- Μέρος του λόγου: noun
- Συνώνυμο(α):
- Blossary:
- Κλάδος/Τομέας: Sociology
- Category: General sociology
- Company: McGraw-Hill
- Προϊόν:
- Ακρώνυμο-συντόμευση:
Άλλες γλώσσες:
Τι θέλετε να πείτε;
Ορολογία Ειδήσεων
Featured Terms
dietë DASH
The DASH diet is promoted by physicians for people with hypertension (high blood pressure) or prehypertension. Studies sponsored by the National ...
Συμβάλλων
Διακεκριμένα γλωσσάρια
CSOFT International
0
Όροι
3
Γλωσσάρια
3
Οπαδοί
Chinese Idioms (Chengyu - 成语)
Κατηγορία: Κουλτούρα 2 10 Όροι
Browers Terms By Category
- Automobile(10466)
- Motorcycles(899)
- Automotive paint(373)
- Tires(268)
- Vehicle equipment(180)
- Auto parts(166)
Κατασκευή Αυτοκινήτων(12576) Terms
- Όροι Nightclub(32)
- Ορολογία Μπαρ(31)
Μπαρ & νυχτερινά κέντρα(63) Terms
- Καλλυντικά(80)
Καλλυντικά & φροντίδα του δέρματος(80) Terms
- Αλγόριθμοι & δομές(1125)
- Κρυπτογράφηση(11)