Home > Όροι > Albanian (SQ) > rrënjë

rrënjë

The part of the tooth below the crown, normally encased in the jawbone. It is made up of dentin, includes the root canal, and is covered by cementum.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Υγεία
  • Category: General
  • Company: CIGNA
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

vasabra
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 2

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Network hardware Category:

rrjet kompjuteri

system of interconnected computer equipment that permits the sharing for information

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Higher Education

Κατηγορία: Εκπαίδευση   1 65 Όροι

Roman Site of Constantine

Κατηγορία: Ιστορία   1 1 Όροι