Home > Όροι > Albanian (SQ) > autoritet
autoritet
Power that has been institutionalized and is recognized by the people over whom it is exercised.
0
0
Βελτίωση
- Μέρος του λόγου: noun
- Συνώνυμο(α):
- Blossary:
- Κλάδος/Τομέας: Sociology
- Category: General sociology
- Company: McGraw-Hill
- Προϊόν:
- Ακρώνυμο-συντόμευση:
Άλλες γλώσσες:
Τι θέλετε να πείτε;
Ορολογία Ειδήσεων
Featured Terms
me duart në ijë
a position in which the hands are on the hips and the elbows are bowed outward
Συμβάλλων
Διακεκριμένα γλωσσάρια
anton.chausovskyy
0
Όροι
25
Γλωσσάρια
4
Οπαδοί
The Biggest Lies in History
Κατηγορία: Ιστορία 1 5 Όροι
Browers Terms By Category
- Ρολόι(712)
- Ημερολόγιο(26)
Χρονομετρία(738) Terms
- General seafood(50)
- Shellfish(1)
Seafood(51) Terms
- Architecture(556)
- Interior design(194)
- Graphic design(194)
- Landscape design(94)
- Industrial design(20)
- Application design(17)
Design(1075) Terms
- Dating(35)
- Romantic love(13)
- Platonic love(2)
- Family love(1)
Love(51) Terms
- Poker(470)
- Chess(315)
- Bingo(205)
- Consoles(165)
- Παιχνίδα Υπολογιστή(126)
- Gaming accessories(9)