Home > Όροι > Albanian (SQ) > devijim

devijim

Behavior that violates the standards of conduct or expectations of a group or society.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Sociology
  • Category: General sociology
  • Company: McGraw-Hill
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Erind Kasmi
  • 0

    Όροι

  • 1

    Γλωσσάρια

  • 0

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Εκπαίδευση Category: Teaching

produkti i të mësuarit

Rezultati përfundimtar i një procesi të të mësuarit; cfare ai ka mësuar.

Διακεκριμένα γλωσσάρια

The World of Moroccan Cuisine

Κατηγορία: Food   3 9 Όροι

Beaches in Croatia

Κατηγορία: Travel   2 20 Όροι