Home > Όροι > Albanian (SQ) > furnizoj

furnizoj

The quantity of merchandise in stock at a store or a warehouse.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Retail
  • Category: Supermarkets
  • Company: FMI
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

ilirejupi
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 6

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Anatomy Category: Human body

tru i vogël

The portion of the brain in the back of the head between the cerebrum and the brain stem.

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Social Network

Κατηγορία: Ψυχαγωγία   1 12 Όροι

Russian Actors

Κατηγορία: Arts   1 20 Όροι