Home > Όροι > Albanian (SQ) > vat
vat
A measure of electrical power equal to potential in volts times current in amps.
0
0
Βελτίωση
- Μέρος του λόγου: noun
- Συνώνυμο(α):
- Blossary:
- Κλάδος/Τομέας: Αεροπορία
- Category: Διαστημόπλοια
- Company: NASA
- Προϊόν:
- Ακρώνυμο-συντόμευση:
Άλλες γλώσσες:
Τι θέλετε να πείτε;
Ορολογία Ειδήσεων
Featured Terms
Κλάδος/Τομέας: Legal services Category: Family & divorce
e-martesa
An e-marriage is a marriage that is officiated by means of an online communication tool, so the couple can be at one site with the officiator at ...
Συμβάλλων
Διακεκριμένα γλωσσάρια
Dan Sotnikov
0
Όροι
18
Γλωσσάρια
1
Οπαδοί
The World's Largest Lottery Jackpots
Κατηγορία: Ψυχαγωγία 1 2 Όροι
Browers Terms By Category
- Project management(431)
- Mergers & acquisitions(316)
- Human resources(287)
- Relocation(217)
- Marketing(207)
- Οργάνωση Εορτών(177)
Business services(2022) Terms
- Dating(35)
- Romantic love(13)
- Platonic love(2)
- Family love(1)
Love(51) Terms
- Διαλέξεις(3667)
- Οργάνωση Εορτών(177)
- Έκθεση(1)
Συνέλευση(3845) Terms
- Βιομηχανική αυτοματοποίησης(1051)