Home > Όροι > Σερβικά > активност
активност
A combination of discrete tasks that has a clearly defined beginning and end. A group of tasks that are carried out as part of a process.
0
0
Βελτίωση
- Μέρος του λόγου: noun
- Συνώνυμο(α):
- Blossary:
- Κλάδος/Τομέας: Υπολογιστές
- Category: Workstations
- Company: Sun
- Προϊόν:
- Ακρώνυμο-συντόμευση:
Άλλες γλώσσες:
Τι θέλετε να πείτε;
Ορολογία Ειδήσεων
Featured Terms
Први април
Прославља се 1. априла сваке године, дан шале је време када људи, а све више и компаније, изводе све врсте добронамерних или смешних шала, подвала и ...
Συμβάλλων
Διακεκριμένα γλωσσάρια
Browers Terms By Category
- Κοσμήματα(850)
- Style, cut & fit(291)
- Μάρκες & ετικέτες(85)
- Γενική μόδα(45)
Μόδα(1271) Terms
- Alcohol & Hydroxybenzene & Ether(29)
- Pigments(13)
- Organic acids(4)
- Intermediates(1)
Organic chemicals(47) Terms
- Inorganic pigments(45)
- Inorganic salts(2)
- Phosphates(1)
- Oxides(1)
- Inorganic acids(1)
Inorganic chemicals(50) Terms
- Αλγόριθμοι & δομές(1125)
- Κρυπτογράφηση(11)
Υπολογιστές(1136) Terms
- Wine bottles(1)
- Soft drink bottles(1)
- Beer bottles(1)