Home > Όροι > Σερβικά > aerosol
aerosol
Supstanca koja se sastoji od čvrstih ili tečnih čestica raspršenih u vazduhu zbog svoje male veličine, na primer, dim, smog, itd.
0
0
Βελτίωση
- Μέρος του λόγου: noun
- Συνώνυμο(α):
- Blossary: Glossary of environmental education...
- Κλάδος/Τομέας: Περιβάλλον
- Category: Pollution
- Company:
- Προϊόν:
- Ακρώνυμο-συντόμευση:
Άλλες γλώσσες:
Τι θέλετε να πείτε;
Ορολογία Ειδήσεων
Featured Terms
Κλάδος/Τομέας: Καλλυντικά & φροντίδα του δέρματος Category: Καλλυντικά
senka za oči
Šminka u boji koja se stavlja na kapke. Senka za oči dolazi u nekoliko oblika: u puderu, kremastom, gel, tečnom obliku, u vidu pene ili kao olovka. ...
Συμβάλλων
Διακεκριμένα γλωσσάρια
Marat Avetusyan
0
Όροι
1
Γλωσσάρια
1
Οπαδοί
Business Analyst Glossary by BACafé
Κατηγορία: Τεχνολογία 1 2 Όροι
Browers Terms By Category
- Υλικό φυσικών επιστημών(1710)
- Μεταλλουργία(891)
- Τεχνολογία διάβρωσης(646)
- Μαγνητική(82)
- Τεστ απόδοσης(1)
Επιστημονικό υλικό(3330) Terms
- Action toys(4)
- Skill toys(3)
- Animals & stuffed toys(2)
- Educational toys(1)
- Baby toys(1)
Toys and games(11) Terms
- Chocolate(453)
- Hard candy(22)
- Gum(14)
- Gummies(9)
- Lollies(8)
- Caramels(6)
Γλυκά και Ζαχαροπλαστική(525) Terms
- Medicine(68317)
- Cancer treatment(5553)
- Diseases(4078)
- Genetic disorders(1982)
- Managed care(1521)
- Optometry(1202)