Home > Όροι > Σερβικά > амортизовати

амортизовати

To repay a mortgage with regular payments that cover both principal and interest.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Real estate
  • Category: General
  • Company: Century 21
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

pedja1983
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 5

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Animals Category: Birds

црвени северни фликер

The Red-shafted Northern Flicker (Colaptes auratus) is a medium-sized member of the woodpecker family. Native to western North America, it's one of ...

Συμβάλλων

Διακεκριμένα γλωσσάρια

World's Top Economies in 2014

Κατηγορία: Business   1 5 Όροι

International Commercial

Κατηγορία: Business   1 5 Όροι