Home > Όροι > Σερβικά > аутентификација

аутентификација

A method by which a system validates and authorizes a user or function to access or use the system.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Υπολογιστές
  • Category: Workstations
  • Company: Sun
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Aleksandar Dimitrijević
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 0

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Tourism & hospitality Category: Landmarks

Велики кинески зид

Велики кинески зид је низ камених и земљаних утврђења у северној Кини, направљен да заштити северне границе кинеске империје против упада од стране ...

Συμβάλλων

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Best Companies To Work For 2014

Κατηγορία: Business   1 10 Όροι

10 Classic Cocktails You Must Try

Κατηγορία: Εκπαίδευση   1 10 Όροι