Home > Όροι > Σερβικά > аутентификација
аутентификација
A method by which a system validates and authorizes a user or function to access or use the system.
0
0
Βελτίωση
- Μέρος του λόγου: noun
- Συνώνυμο(α):
- Blossary:
- Κλάδος/Τομέας: Υπολογιστές
- Category: Workstations
- Company: Sun
- Προϊόν:
- Ακρώνυμο-συντόμευση:
Άλλες γλώσσες:
Τι θέλετε να πείτε;
Ορολογία Ειδήσεων
Featured Terms
Κλάδος/Τομέας: Tourism & hospitality Category: Landmarks
Велики кинески зид
Велики кинески зид је низ камених и земљаних утврђења у северној Кини, направљен да заштити северне границе кинеске империје против упада од стране ...
Συμβάλλων
Διακεκριμένα γλωσσάρια
stanley soerianto
0
Όροι
107
Γλωσσάρια
6
Οπαδοί
Best Companies To Work For 2014
Κατηγορία: Business 1 10 Όροι
stanley soerianto
0
Όροι
107
Γλωσσάρια
6
Οπαδοί
10 Classic Cocktails You Must Try
Κατηγορία: Εκπαίδευση 1 10 Όροι
Browers Terms By Category
- Hair salons(194)
- Laundry facilities(15)
- Vetinary care(12)
- Death care products(3)
- Gyms(1)
- Portrait photography(1)
Consumer services(226) Terms
- Marketing communications(549)
- Online advertising(216)
- Billboard advertising(152)
- Television advertising(72)
- Radio advertising(57)
- New media advertising(40)
Advertising(1107) Terms
- Inorganic pigments(45)
- Inorganic salts(2)
- Phosphates(1)
- Oxides(1)
- Inorganic acids(1)
Inorganic chemicals(50) Terms
- Γενική αστρολογία(655)
- Ζώδια(168)
- Προσωπικό ωροσκόπιο(27)
Αστρολογία(850) Terms
- Αλγόριθμοι & δομές(1125)
- Κρυπτογράφηση(11)