Home > Όροι > Σερβικά > градитељ
градитељ
Радник који има специфичне вештине за рад у грађевинарству. Градитељ може бити зидар, електричар, водоинсталатер, молер, столар...
0
0
Βελτίωση
- Μέρος του λόγου: noun
- Συνώνυμο(α): building tradesman_₀, building tradesman_₀
- Blossary: Architecture contemporaine
- Κλάδος/Τομέας: Architecture
- Category: Architecture contemporaine
- Company:
- Προϊόν:
- Ακρώνυμο-συντόμευση:
Άλλες γλώσσες:
Τι θέλετε να πείτε;
Ορολογία Ειδήσεων
Featured Terms
Κλάδος/Τομέας: Politics Category: General politics
Ralf Nejder
Američki političar (član Zelene stranke), pisac, advokat, i što je još važnije, politički aktivista, rođen 1934.godine. Njegova polja interesovanja su ...
Συμβάλλων
Διακεκριμένα γλωσσάρια
Browers Terms By Category
- Contracts(640)
- Home improvement(270)
- Mortgage(171)
- Residential(37)
- Corporate(35)
- Commercial(31)
Real estate(1184) Terms
- Υλικό φυσικών επιστημών(1710)
- Μεταλλουργία(891)
- Τεχνολογία διάβρωσης(646)
- Μαγνητική(82)
- Τεστ απόδοσης(1)
Επιστημονικό υλικό(3330) Terms
- Wireless networking(199)
- Modems(93)
- Firewall & VPN(91)
- Networking storage(39)
- Routers(3)
- Network switches(2)
Network hardware(428) Terms
- Social media(480)
- Ιντερνετ(195)
- Search engines(29)
- Online games(22)
- Ecommerce(21)
- SEO(8)