Home > Όροι > Σερβικά > лабијални

лабијални

The area pertaining to or around the lip.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Υγεία
  • Category: General
  • Company: CIGNA
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Papovic
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 0

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Events Category: Disasters

Černobilj

Katastrofa koja se desila u Černobiljskoj elektrani 1986, gdje je jedan od četiri nuklearna reaktora u elektrani eksplodirao, rezultirajući da je bar ...

Συμβάλλων

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Paintings by Albrecht Dürer

Κατηγορία: Arts   2 19 Όροι

The Vampire Diaries Characters

Κατηγορία: Ψυχαγωγία   2 13 Όροι