Home > Όροι > Σερβικά > Кармин

Кармин

Козметички препарат за шминкање који долази у много различитих боја, текстура, и стања, и користи се јер даје боју или заштиту уснама.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Ομορφιά
  • Category: Skin care
  • Company:
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

sonjap
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 2

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Ανθρωποι Category: Musicians

Majkl Džekson

Dubbed the Kind of Pop, Michael Joseph Jackson (August 29, 1958 – June 25, 2009) was a celebrated American music artist, dancer, and ...

Συμβάλλων

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Human Anatomy

Κατηγορία: Επιστήμη   1 20 Όροι

APEC

Κατηγορία: Politics   2 9 Όροι