Home > Όροι > Σερβικά > поседовање

поседовање

The act of either actually or constructively possessing or occupying property.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Real estate
  • Category: General
  • Company: Century 21
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Dragan Zivanovic
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 10

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Festivals Category: Easter

Ускрс

An annual Christian festival in commemoration of the resurrection of Jesus Christ, observed on the first Sunday after the first full moon after the ...

Συμβάλλων

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Catholic Rites and Rituals

Κατηγορία: Θρησκεία   1 20 Όροι

Dim Sum

Κατηγορία: Food   1 4 Όροι