Home > Όροι > Σερβικά > dvojezičnost
dvojezičnost
Posedovanje znanja dva jezika; obično se odnosi na osobu koja može da govori i da piše na dva jezika.
0
0
Βελτίωση
- Μέρος του λόγου: noun
- Συνώνυμο(α):
- Blossary:
- Κλάδος/Τομέας: Εκπαίδευση
- Category: Teaching
- Company: Teachnology
- Προϊόν:
- Ακρώνυμο-συντόμευση:
Άλλες γλώσσες:
Τι θέλετε να πείτε;
Ορολογία Ειδήσεων
Featured Terms
Κλάδος/Τομέας: Ιατρικές συσκευές Category: Συσκευές καρδιακής υποστήριξης
Aortni zalistak
Aortni zalistak je glavni srcani prolaz izmedju leve komore i aorte. Aortni zalistak moze biti pogodjen razlicitim problemima koji dovode do ...
Συμβάλλων
Διακεκριμένα γλωσσάρια
Browers Terms By Category
- Zoological terms(611)
- Animal verbs(25)
Zoology(636) Terms
- Κοσμήματα(850)
- Style, cut & fit(291)
- Μάρκες & ετικέτες(85)
- Γενική μόδα(45)
Μόδα(1271) Terms
- Body language(129)
- Corporate communications(66)
- Oral communication(29)
- Technical writing(13)
- Postal communication(8)
- Written communication(6)
Communication(251) Terms
- Dictionaries(81869)
- Encyclopedias(14625)
- Αργκό(5701)
- Idioms(2187)
- General language(831)
- Linguistics(739)
Γλώσσα(108024) Terms
- Dating(35)
- Romantic love(13)
- Platonic love(2)
- Family love(1)