Home > Όροι > Σερβικά > олук

олук

The trough around the edge of the roof that catches and diverts rain.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Real estate
  • Category: General
  • Company: Century 21
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Suncookreti
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 8

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Εκπαίδευση Category: Teaching

производ учења

Крајњи резултат процеса учења; оно што је научено.

Συμβάλλων

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Russian Musicians

Κατηγορία: Arts   1 20 Όροι

AQUARACER

Κατηγορία: Μόδα   1 2 Όροι