Home > Όροι > Σερβικά > инвестиција

инвестиција

The outlay of money for income or profit.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Real estate
  • Category: General
  • Company: Century 21
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

saska032
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 1

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Tobacco Category: Cigarettes

električne cigarete

E-cigarettes are battery-operated cigarettes. Depending on the version and brand, these cigarettes allow users to inhale nicotine vapor or a ...

Συμβάλλων

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Badminton; Know your sport

Κατηγορία: Σπορ   1 23 Όροι

APEC

Κατηγορία: Politics   2 9 Όροι