Home > Όροι > Σερβικά > новокаин

новокаин

A generic name for the many kinds of anesthetics used in the dental injection, such as Xylocaine, Lidocaine, or Novocaine. See local anesthetic.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Υγεία
  • Category: General
  • Company: CIGNA
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

saska032
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 1

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Personal life Category: Divorce

ceremonija razvoda

A formal ceremony to officially end a marriage by exchanging divorce vows and returning the wedding rings. As divorce becomes more common, a divorce ...

Συμβάλλων

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Potatoe

Κατηγορία: Food   1 9 Όροι

Introduction of Social Psychology (PSY240)

Κατηγορία: Επιστήμη   13 5 Όροι