Home > Όροι > Σερβικά > поседовање
поседовање
The act of either actually or constructively possessing or occupying property.
0
0
Βελτίωση
- Μέρος του λόγου: noun
- Συνώνυμο(α):
- Blossary:
- Κλάδος/Τομέας: Real estate
- Category: General
- Company: Century 21
- Προϊόν:
- Ακρώνυμο-συντόμευση:
Άλλες γλώσσες:
Τι θέλετε να πείτε;
Ορολογία Ειδήσεων
Featured Terms
Κλάδος/Τομέας: Πολεμικές τέχνες Category: Oil painting
Mona Liza
The Mona Lisa is widely recognized as one of the most famous paintings in the history of art. It is a half-length portrait of a seated woman painted ...
Συμβάλλων
Διακεκριμένα γλωσσάρια
Screening Out Loud
0
Όροι
4
Γλωσσάρια
0
Οπαδοί
Screening Out Loud: ENG 195 Film
Κατηγορία: Ψυχαγωγία 1 18 Όροι
Browers Terms By Category
- Authors(2488)
- Αθλητές(853)
- Politicians(816)
- Comedians(274)
- Personalities(267)
- Popes(204)
Ανθρωποι(6223) Terms
- Ballroom(285)
- Belly dance(108)
- Cheerleading(101)
- Choreography(79)
- Historical dance(53)
- African-American(50)
Dance(760) Terms
- Γενική αστρολογία(655)
- Ζώδια(168)
- Προσωπικό ωροσκόπιο(27)
Αστρολογία(850) Terms
- Καλλυντικά(80)
Καλλυντικά & φροντίδα του δέρματος(80) Terms
- Film titles(41)
- Film studies(26)
- Filmmaking(17)
- Film types(13)