Home > Όροι > Σερβικά > поседовање

поседовање

The act of either actually or constructively possessing or occupying property.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Real estate
  • Category: General
  • Company: Century 21
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Mira
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 3

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Πολεμικές τέχνες Category: Oil painting

Mona Liza

The Mona Lisa is widely recognized as one of the most famous paintings in the history of art. It is a half-length portrait of a seated woman painted ...

Συμβάλλων

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Harry Potter

Κατηγορία: Λογοτεχνία   1 141 Όροι

Screening Out Loud: ENG 195 Film

Κατηγορία: Ψυχαγωγία   1 18 Όροι