Home > Όροι > Σερβικά > засићење

засићење

1. The maximum intensity or purity of a color. If the color is as brilliant as possible, it is at saturation; if the color is subdued or grayed, it is dull, weak, and low in intensity.

2. The upper limit concentration of a solute in a solvent, i.e., no more solute can be dissolved at a fixed temperature and pressure.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Textiles
  • Category: Manufactured fibers
  • Company: Celanese
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Dragan Zivanovic
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 10

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Water bodies Category: Oceans

океан

The ocean covers nearly 71% of the Earth’s surface and is divided into major oceans and smaller seas. The three principal oceans, the Pacific, ...

Συμβάλλων

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Interesting facts about Russia

Κατηγορία: Γεωγραφία   1 4 Όροι

Weeds

Κατηγορία: Γεωγραφία   2 20 Όροι