Home > Όροι > Filipino (TL) > lumikha

lumikha

The person who started and administers a cause.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Ιντερνετ
  • Category: Social media
  • Company: Facebook
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Mavel Morilla
  • 0

    Όροι

  • 2

    Γλωσσάρια

  • 2

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Αστρονομία Category: Galaxy

Milky Way bula

Ang dalawang higanteng bula ng mataas na enerhiya na mga ray gamma na nakausli mula sa Milky Way, ang bawat spanning 25,000 light-years, halos ang ...

Συμβάλλων

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Famous Musicians Named John

Κατηγορία: Ψυχαγωγία   6 21 Όροι

Shanghai Free Trade Zone

Κατηγορία: Business   1 3 Όροι