Home > Όροι > Filipino (TL) > portpolyo

portpolyo

Collection of work completed by a person over time to demonstrate abilities and competencies.

0
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Mavel Morilla
  • 0

    Όροι

  • 2

    Γλωσσάρια

  • 2

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Advertising Category: Television advertising

pvr (personal na video recorder)

Ang isang pangkalahatang termino para sa isang aparato na katulad sa isang vcr ngunit ang data ng telebisyon sa talaan sa digital pormat ay salungat ...

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Top 10 Famous News Channels Of The World

Κατηγορία: Ψυχαγωγία   2 10 Όροι

The art economy

Κατηγορία: Arts   1 7 Όροι