Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > anestésico

anestésico

Una clase de medicamentos que eliminan o reducen el dolor. Véase anestesia local.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Υγεία
  • Category: General
  • Company: CIGNA
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Gabriela Lozano
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 7

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Photography Category: Professional photography

mesa de luz

box of fluorescent tubes balanced for white light and covered with translucent glass or plastic. Used for viewing, registering or correcting film ...

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Halloween – Scariest Legends around the globe

Κατηγορία: Κουλτούρα   218 12 Όροι

Huaiyang Cuisine

Κατηγορία: Food   2 3 Όροι