Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > anestésico

anestésico

Una clase de medicamentos que eliminan o reducen el dolor. Véase anestesia local.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Υγεία
  • Category: General
  • Company: CIGNA
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Francisca Bittner
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 8

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Αεροπορία Category: Διαστημόπλοια

transbordador espacial

Nave espacial reutilizable con alas desarrollado por la Administración Nacional de Aeronáutica y del Espacio de Estados Unidos (NASA) para misiones de ...

Διακεκριμένα γλωσσάρια

US Dollar

Κατηγορία: Business   2 15 Όροι

Serbian Monasteries

Κατηγορία: Θρησκεία   1 0 Όροι