Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > batería

batería

Una fuente de energía para un dispositivo portátil. Una célula de potencia artificial utilizada para generar energía eléctrica.

0
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

kokopelli
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 1

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Holiday Category: Observances

Día de Steve Jobs

Fue propuesto por la agencia digital de publicidad Studiocom, el día de Steve Jobs es en celebración de la grandeza que Jobs alcanzó durante su vida. ...

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Serbian Monasteries

Κατηγορία: Θρησκεία   1 0 Όροι

Joiner Hardware in Relation to Timber Doors and Windows

Κατηγορία: Other   1 1 Όροι

Browers Terms By Category