Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > presión arterial
presión arterial
La fuerza ejercida por el corazón para bombear la sangre, la presión de la sangre en las arterias.
0
0
Βελτίωση
- Μέρος του λόγου: noun
- Συνώνυμο(α):
- Blossary:
- Κλάδος/Τομέας: Ιατρικές συσκευές
- Category: Συσκευές καρδιακής υποστήριξης
- Company: Boston Scientific
- Προϊόν:
- Ακρώνυμο-συντόμευση:
Άλλες γλώσσες:
Τι θέλετε να πείτε;
Ορολογία Ειδήσεων
Featured Terms
Κλάδος/Τομέας: Travel Category: Travel sites
piratería de viaje
El objetivo de la piratería de viaje es obtener la mejor opción de viaje al precio más bajo o el mejor acuerdo. Los piratas de viaje son las personas ...
Συμβάλλων
Διακεκριμένα γλωσσάρια
vhanedelgado
0
Όροι
15
Γλωσσάρια
7
Οπαδοί
Idioms Only Brits Understand
Κατηγορία: Κουλτούρα 1 6 Όροι
Browers Terms By Category
- Φυσικό αέριο(4949)
- Άνθρακας(2541)
- Πετρέλαιο(2335)
- Αποτελεσματικότητα ενέργειας(1411)
- Ατομική ενέργεια(565)
- Αγορά ενέργειας(526)
Ενέργεια(14403) Terms
- Λεξιλόγιο SAT(5103)
- Κολέγια & Πανεπιστήμια(425)
- Teaching(386)
- Γενική εκπαίδευση(351)
- Higher education(285)
- Γνώση(126)
Εκπαίδευση(6837) Terms
- Ceramics(605)
- Fine art(254)
- Sculpture(239)
- Σύγχρονη τέχνη(176)
- Oil painting(114)
- Beadwork(40)
Πολεμικές τέχνες(1468) Terms
- General seafood(50)
- Shellfish(1)
Seafood(51) Terms
- Muscular(158)
- Brain(145)
- Human body(144)
- Developmental anatomy(72)
- Nervous system(57)
- Arteries(53)