Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > bromocriptina

bromocriptina

A semisynthetic ergotamine alkaloid that is a dopamine D2 agonist. It suppresses prolactin secretion.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Agriculture
  • Category: General agriculture
  • Company: USDA
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Gabriela Lozano
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 7

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Photography Category: Professional photography

mesa de luz

box of fluorescent tubes balanced for white light and covered with translucent glass or plastic. Used for viewing, registering or correcting film ...

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Herbs and Spices in Indonesian Cuisine

Κατηγορία: Food   1 10 Όροι

Food Preservation

Κατηγορία: Food   1 20 Όροι