Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > carcinógeno
carcinógeno
Something which causes cancer to occur by causing changes in a cell's DNA.
See also: mutagene.
0
0
Βελτίωση
Άλλες γλώσσες:
Τι θέλετε να πείτε;
Ορολογία Ειδήσεων
Featured Terms
Κλάδος/Τομέας: Translation & localization Category: Translation
alemán
El alemán es un idioma que se habla en Alemania, pero no en muchos otros países. Es un idioma que influyó el inglés.
Συμβάλλων
Διακεκριμένα γλωσσάρια
Browers Terms By Category
- Εντομοκτόνα(2181)
- Οργανικά λιπάσματα(10)
- Λιπάσματα ποτάσας(8)
- Ζιζανιοκτόνα(5)
- Μυκητοκτόνα(1)
- Insecticides(1)
Γεωργικές χημικές ουσίες(2207) Terms
- Καλλυντικά(80)
Καλλυντικά & φροντίδα του δέρματος(80) Terms
- Mapping science(4042)
- Soil science(1654)
- Physical oceanography(1561)
- Geology(1407)
- Seismology(488)
- Remote sensing(446)
Earth science(10026) Terms
- Inorganic pigments(45)
- Inorganic salts(2)
- Phosphates(1)
- Oxides(1)
- Inorganic acids(1)