Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > carcinógeno

carcinógeno

Something which causes cancer to occur by causing changes in a cell's DNA.

See also: mutagene.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Biology
  • Category: Genome
  • Company: U.S. DOE
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Sysop02
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 1

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Translation & localization Category: Translation

alemán

El alemán es un idioma que se habla en Alemania, pero no en muchos otros países. Es un idioma que influyó el inglés.

Διακεκριμένα γλωσσάρια

The world of travel

Κατηγορία: Other   1 6 Όροι

Indonesia Top Cities

Κατηγορία: Travel   2 10 Όροι