Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > dehiscencia

dehiscencia

The splitting open at maturity of pods of capsules along definite lines or sutures.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Agriculture
  • Category: General agriculture
  • Company: USDA
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Gabriela Lozano
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 7

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Animals Category: Snakes

cobra

A highly venomous snake from the elapidae family native to Asia and Africa. When alarmed, a cobra raises its head and expands the skin of the neck to ...

Διακεκριμένα γλωσσάρια

LOL Translated

Κατηγορία: Languages   5 9 Όροι

Buying used car in United States

Κατηγορία: Autos   1 5 Όροι