Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > facultad

facultad

(1) El cuerpo del personal de enseñanza en un departamento, división o una institución completa. (2) Una unidad administrativa académica, por ejemplo, la Facultad de Ingeniería.

0
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Tsveta Velikova
  • 0

    Όροι

  • 1

    Γλωσσάρια

  • 0

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Τροφιμα Category: International dishes

chowfan

Chofán is the Dominican version of the Chinese Chow fan. It is made by mixing already cooked white rice, vegetables of your choosing, corn, peas, ...

Συμβάλλων

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Angels

Κατηγορία: Ιστορία   1 4 Όροι

Finance

Κατηγορία: Business   2 14 Όροι