Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > filtro

filtro

Un objeto que puede transformar la cabecera o el contenido (o ambos) de una petición o respuesta. Los filtros son diferentes de los componentes Web en el sentido de que por lo general no crean por sí mismos las respuestas, sino más bien modifican o adaptan las peticiones de un recurso. Un filtro no debe tener ninguna dependencia en un recurso Web para el que está actuando como filtro para que pueda componerse de más de un tipo de recurso Web.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Υπολογιστές
  • Category: Workstations
  • Company: Sun
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Gabriela Lozano
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 7

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Apparel Category: Coats & jackets

traje Mao

Simple blue jacket with buttons down the middle and several front pockets. The Mao suit was actually originally worn by Sun Yatsen, but became ...

Συμβάλλων

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Fantasy Sports

Κατηγορία: Ψυχαγωγία   1 2 Όροι

Popular Apple Species

Κατηγορία: Food   1 10 Όροι