Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > injerto

injerto

Pedazo de tejido o material sintético que se pone en contacto con un tejido para reparar un defecto o suplir una deficiencia.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Υγεία
  • Category: General
  • Company: CIGNA
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

michael.cen
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 13

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Sociology Category: General sociology

comercio electrónico

Numerosas maneras con que la gente con acceso a internet hace negocios desde sus computadoras.

Συμβάλλων

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Dump truck

Κατηγορία: Μηχανική   1 13 Όροι

Boat Types

Κατηγορία: Σπορ   1 8 Όροι