Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > aceite mineral

aceite mineral

An oil derived from a mineral source (petroleum) as contrasted to oils derived from plants or animals.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Agriculture
  • Category: General agriculture
  • Company: USDA
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Giuliana Riveira
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 2

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Αστρονομία Category: Galaxy

bola de Navidad

La bola intergaláctica gigante de gas que flota en el espacio. Es el remanente de una explosión estelar masiva o supernova en la galaxia Gran Nube de ...

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Pancakes

Κατηγορία: Food   2 17 Όροι

Wine

Κατηγορία: Food   1 20 Όροι