Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > humedales

humedales

An area that is saturated by surface or ground water with vegetation adapted for life under those soil conditions.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Agriculture
  • Category: General agriculture
  • Company: USDA
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

michael.cen
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 13

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Personal life Category: Divorce

ceremonia de divorcio

Una ceremonia formal para finalizar oficialmente un matrimorio tras el intercambios de votos de divorcio y regresando los anillos de matrimonio. En ...

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Práctica 6. Tech

Κατηγορία: Business   1 10 Όροι

ROAD TO AVONLEA SERIES

Κατηγορία: Ψυχαγωγία   2 21 Όροι