Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > Lente zoom
Lente zoom
Una lente cuya distancia focal se puede ajustar continuamente.
0
0
Βελτίωση
- Μέρος του λόγου: noun
- Συνώνυμο(α):
- Blossary:
- Κλάδος/Τομέας: Consumer electronics
- Category: Digital Cameras
- Company: Canon
- Προϊόν:
- Ακρώνυμο-συντόμευση:
Άλλες γλώσσες:
Τι θέλετε να πείτε;
Ορολογία Ειδήσεων
Featured Terms
Κλάδος/Τομέας: Translation & localization Category: Translation
ladino
El ladino es un idioma antiguo que hablaban los judíos de España; es una mezcla de hebreo y español. Hoy en día, algunos descendientes todavía lo ...
Συμβάλλων
Διακεκριμένα γλωσσάρια
Browers Terms By Category
- Air conditioners(327)
- Water heaters(114)
- Washing machines & dryers(69)
- Vacuum cleaners(64)
- Coffee makers(41)
- Cooking appliances(5)
Household appliances(624) Terms
- Δημοσιογραφία(537)
- Τύπος(79)
- Δημοσιογραφία έρευνας(44)
Ειδήσεις(660) Terms
- Αλγόριθμοι & δομές(1125)
- Κρυπτογράφηση(11)
Υπολογιστές(1136) Terms
- Cardboard boxes(1)
- Wrapping paper(1)
Paper packaging(2) Terms
- Cables & wires(2)
- Fiber optic equipment(1)