Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > aleloquímicos

aleloquímicos

Chemical substances released by one organism exerting behavioral or physiological effects in another organism, usually adversely.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Agriculture
  • Category: General agriculture
  • Company: USDA
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Sysop02
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 1

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Translation & localization Category: Translation

coreano

El coreano es un idioma que se habla en Corea. Hoy en día, hay muchos inmigrantes coreanos en los Estados Unidos.

Διακεκριμένα γλωσσάρια

The Most Beautiful and Breathtaking Places in the World

Κατηγορία: Travel   2 14 Όροι

Discworld Books

Κατηγορία: Λογοτεχνία   4 20 Όροι