Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > ántrax

ántrax

An acute infection caused by the spore-forming bacteria Bacillus anthracis. It commonly affects hoofed animals such as sheep and goats. Infection in humans often involves the skin (cutaneous anthrax), the lungs (inhalation anthrax), or the gastrointestinal tract. Anthrax is not contagious and can be treated with antibiotics.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Agriculture
  • Category: General agriculture
  • Company: USDA
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

michael.cen
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 13

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Snack foods Category: Sandwiches

sándwiches

Un sándwich está formado por uno o más rebanadas de pan con relleno nutritivo entre ellos. Cualquier tipo de pan pan, la crema o el pan, panecillos y ...

Διακεκριμένα γλωσσάρια

5 different Black Friday

Κατηγορία: Ιστορία   2 5 Όροι

Acquisitions made by Apple

Κατηγορία: Τεχνολογία   2 5 Όροι