Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > apicectomía

apicectomía

Amputación del àpice de un diente.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Υγεία
  • Category: General
  • Company: CIGNA
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Francisca Bittner
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 8

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Chemistry Category: General chemistry

fuerza

Entidad que se aplica cuando una masa la causa para acelerar. La Segunda Ley de Movimiento de Sir Isaac Newton establece: la magnitud de una ...

Συμβάλλων

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Paintings by Albrecht Dürer

Κατηγορία: Arts   2 19 Όροι

The Vampire Diaries Characters

Κατηγορία: Ψυχαγωγία   2 13 Όροι