Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > apomixis

apomixis

Biological reproduction without fertilization, meiosis, or production of gametes, resulting in seeds that are genetically identical to the parent plant.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Agriculture
  • Category: General agriculture
  • Company: USDA
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Marco Bustamante
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 6

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Video games Category: First person shooters

Call of Duty

Call of Duty es el nombre de una serie de juegos muy populares de disparos en primera persona desarrollados por Activision y disponibles para consolas ...

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Extinct Birds and Animals

Κατηγορία: Animals   2 20 Όροι

Boeing Company

Κατηγορία: Τεχνολογία   2 20 Όροι