Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > arrenotoquia

arrenotoquia

parthenogenetic production of males from unfertilized eggs.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Agriculture
  • Category: General agriculture
  • Company: USDA
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

michael.cen
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 13

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Tourism & hospitality Category: Landmarks

La Gran Muralla de China

La Gran Muralla China es una serie de fortificaciones de piedra y tierra en el norte de China, construida para proteger la frontera norte del imperio ...

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Famous Rock Blues Guitarist

Κατηγορία: Ψυχαγωγία   2 6 Όροι

Caviar

Κατηγορία: Food   2 4 Όροι