Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > ataxia
ataxia
Impairment of the ability to perform smoothly coordinated voluntary movements. This condition may affect the limbs, trunk, eyes, pharnyx, larnyx, and other structures. Ataxia may result from impaired sensory or motor function.
0
0
Βελτίωση
- Μέρος του λόγου: noun
- Συνώνυμο(α):
- Blossary:
- Κλάδος/Τομέας: Agriculture
- Category: General agriculture
- Company: USDA
- Προϊόν:
- Ακρώνυμο-συντόμευση:
Άλλες γλώσσες:
Τι θέλετε να πείτε;
Ορολογία Ειδήσεων
Featured Terms
Κλάδος/Τομέας: Holiday Category: Unofficial holidays
Gran Día de No Fumar (Estados Unidos)
Celebrado anualmente desde 1977, el gran día de no fumar es el tercer jueves de noviembre. Patrocinado por la sociedad americana de cancer, los ...
Συμβάλλων
Διακεκριμένα γλωσσάρια
Browers Terms By Category
- Αλγόριθμοι & δομές(1125)
- Κρυπτογράφηση(11)
Υπολογιστές(1136) Terms
- Φυσικό αέριο(4949)
- Άνθρακας(2541)
- Πετρέλαιο(2335)
- Αποτελεσματικότητα ενέργειας(1411)
- Ατομική ενέργεια(565)
- Αγορά ενέργειας(526)
Ενέργεια(14403) Terms
- Economics(2399)
- International economics(1257)
- International trade(355)
- Forex(77)
- Ecommerce(21)
- Economic standardization(2)