Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > ataxia

ataxia

Impairment of the ability to perform smoothly coordinated voluntary movements. This condition may affect the limbs, trunk, eyes, pharnyx, larnyx, and other structures. Ataxia may result from impaired sensory or motor function.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Agriculture
  • Category: General agriculture
  • Company: USDA
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

kokopelli
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 1

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Holiday Category: Unofficial holidays

Gran Día de No Fumar (Estados Unidos)

Celebrado anualmente desde 1977, el gran día de no fumar es el tercer jueves de noviembre. Patrocinado por la sociedad americana de cancer, los ...

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Famous Rock Blues Guitarist

Κατηγορία: Ψυχαγωγία   2 6 Όροι

Caviar

Κατηγορία: Food   2 4 Όροι