Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > autorización

autorización

Capcidad de llevar a cabo una operación, un acto o una función con un recurso computacional (por ejemplo, ejecutar, modificar o mostrar). Los medios por los que la capacidad se habilita o restringe explícitamente de cierta forma.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Υπολογιστές
  • Category: Workstations
  • Company: Sun
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

michael.cen
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 13

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Snack foods Category: Sandwiches

sándwiches

Un sándwich está formado por uno o más rebanadas de pan con relleno nutritivo entre ellos. Cualquier tipo de pan pan, la crema o el pan, panecillos y ...

Συμβάλλων

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Cloud Computing

Κατηγορία: Τεχνολογία   2 4 Όροι

Christian Prayer

Κατηγορία: Θρησκεία   2 19 Όροι