Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > bacteriófago

bacteriófago

See: phage.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Biology
  • Category: Genome
  • Company: U.S. DOE
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Violeta Gil
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 9

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Μόδα Category: Μάρκες & ετικέτες

Victoria's Secret

A US retailer of premium quality women's fashion wear, lingerie and beauty products. Victoria's Secret is known for its annual fashion runway show, ...

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Exotic buildings in China

Κατηγορία: Arts   1 4 Όροι

Apples

Κατηγορία: Food   1 20 Όροι