Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > bancarrota

bancarrota

A legal process in which a debtor unable to pay debts has his assets liquidated and the debtor is relieved of further liability for those debts.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Agriculture
  • Category: General agriculture
  • Company: USDA
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

dskorce
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 2

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Holiday Category: National holidays

Acción de Gracias

Fiesta anual celebrada en segundo Lunes de Octubre en Canadá y el cuarto Jueves de Noviembre en los Estados Unidos. El Día de Acción de Gracias ...

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Advanced knitting

Κατηγορία: Arts   1 23 Όροι

Futures Terms and Definitions

Κατηγορία: Business   2 20 Όροι