Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > cemento

cemento

Tipo especial de pegamento usado para mantener una corona en su lugar. También actúa como aislante para proteger el nervio del diente.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Υγεία
  • Category: General
  • Company: CIGNA
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

LoveGod
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 4

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Natural environment Category: Earthquake

tsunami

Un término japonés que se aöplica a grandes olas oceánicas causadas ​​por movimientos en el fondo del mar relacionados con un terremoto o una erupción ...

Συμβάλλων

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Best Dictionaries of the English Language

Κατηγορία: Languages   1 4 Όροι

J.R.R. Tolkien

Κατηγορία: Λογοτεχνία   2 7 Όροι

Browers Terms By Category