Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > chocolate

chocolate

A cocoa mixture usually including cocoa butter, cocoa liquor and a sweetener, most frequently used as a candy or flavoring. Includes bittersweet, semi-sweet chocolate. Cocoa content may vary.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Agriculture
  • Category: General agriculture
  • Company: USDA
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Violeta Gil
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 9

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Restaurants Category: Fast food ₁

cajita feliz

Happy Meals are meals from McDonald's marketed at children. They first entered the market in 1979. Happy Meals usually consist of a choice of a ...

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Alternative Medicine

Κατηγορία: Other   2 19 Όροι

Charities

Κατηγορία: Other   4 20 Όροι