Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > moneda

moneda

Un medio de cambio de uso corriente en un país determinado.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Software
  • Category: ERP
  • Company: SAP
  • Προϊόν: SAP Business One
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Gabriela Lozano
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 7

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Τροφιμα Category:

deipnosofista

Una persona que es maestro de la conversación en la mesa, durante la cena.

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Belgium

Κατηγορία: Γεωγραφία   1 2 Όροι

Twitter

Κατηγορία: Τεχνολογία   1 15 Όροι