Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > dehiscencia

dehiscencia

The splitting open at maturity of pods of capsules along definite lines or sutures.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Agriculture
  • Category: General agriculture
  • Company: USDA
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

michael.cen
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 13

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Snack foods Category: Sandwiches

sándwiches

Un sándwich está formado por uno o más rebanadas de pan con relleno nutritivo entre ellos. Cualquier tipo de pan pan, la crema o el pan, panecillos y ...

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Baking

Κατηγορία: Food   1 2 Όροι

Transcendentalism

Κατηγορία: Εκπαίδευση   1 22 Όροι