Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > doble especialidad
doble especialidad
Programa de estudio en el que un estudiante ha completado los requisitos de dos carreras al mismo tiempo.
0
0
Βελτίωση
- Μέρος του λόγου: noun
- Συνώνυμο(α):
- Blossary:
- Κλάδος/Τομέας: Εκπαίδευση
- Category: Higher education
- Company: Common Data Set
- Προϊόν:
- Ακρώνυμο-συντόμευση:
Άλλες γλώσσες:
Τι θέλετε να πείτε;
Ορολογία Ειδήσεων
Featured Terms
Κλάδος/Τομέας: Τροφιμα Category: International dishes
asopao
Asopao is very popular in Puerto Rico, Venezuela and in the Dominican Republic where it's mostly enjoyed on rainy days or to feed large groups. This ...
Συμβάλλων
Διακεκριμένα γλωσσάρια
Browers Terms By Category
- American culture(1308)
- Λαϊκή Κουλτούρα(211)
- Γενική κουλτούρα(150)
- Ανθρωποι(80)
Κουλτούρα(1749) Terms
- ISO standards(4935)
- Six Sigma(581)
- Capability maturity model integration(216)
Quality management(5732) Terms
- Κοσμήματα(850)
- Style, cut & fit(291)
- Μάρκες & ετικέτες(85)
- Γενική μόδα(45)
Μόδα(1271) Terms
- Dating(35)
- Romantic love(13)
- Platonic love(2)
- Family love(1)
Love(51) Terms
- Yachting(31)
- Ship parts(4)
- Boat rentals(2)
- General sailing(1)