Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > eficacia

eficacia

A measurement of how effective the light source is in converting electrical energy to lumens of visible light. Expressed in lumens-per-watt (LPW) this measure gives more weight to the yellow region of the spectrum and less weight to the blue and red region where the eye is not as sensitive.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Lights & lighting
  • Category: Lighting products
  • Company: GE
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

michael.cen
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 13

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Travel Category: Cruise

Titanic

El barco de pasajeros que se hundió después de la legendaria chocar con un iceberg en su viaje inaugural desde Southampton Inglaterra a Nueva York en ...

Συμβάλλων

Διακεκριμένα γλωσσάρια

East African Cuisine

Κατηγορία: Food   1 15 Όροι

Badel 1862

Κατηγορία: Business   1 20 Όροι