Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > facultad

facultad

(1) El cuerpo del personal de enseñanza en un departamento, división o una institución completa. (2) Una unidad administrativa académica, por ejemplo, la Facultad de Ingeniería.

0
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Paula Reyes
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 2

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Sociology Category: Racism

Trayvon Martin

Un adolescente afro-americano que fue asesinado a tiros por un vecino llamado George Zimmerman. Martin, que estaba desarmado, iba caminando hacia la ...

Συμβάλλων

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Characters In The Legend Of Zelda Series

Κατηγορία: Ψυχαγωγία   3 29 Όροι

Hostile Takeovers and Defense Strategies

Κατηγορία: Business   1 12 Όροι